Λιπάρες

Λιπάρες
Βλ. λ. Αιόλου νησιά ή Λίπαρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιπαρές — λῑπαρές , λιπαρής persisting masc/fem voc sg λῑπαρές , λιπαρής persisting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρές αλκοόλες — Αλειφατικές αλκοόλες, οι οποίες περιέχουν στη μοριακή τους αλυσίδα 8 20 άτομα άνθρακα. Λαμβάνονται από διάφορες φυτικές ουσίες με αναγωγή, υδρόλυση ή υδρογόνωση και μπορεί να είναι κορεσμένες, όπως η οκτυλική και η στεαρυλική αλκοόλη, ή ακόρεστες …   Dictionary of Greek

  • άκυκλες ή αλειφατικές ή λιπαρές ενώσεις — Οργανικές χημικές ενώσεις που στο μόριό τους δεν υπάρχουν κλειστές αλυσίδες ατόμων άνθρακα (π.χ. μεθάνιο CH4, αιθάνιο CH3 CH3, βουτάνιο CH3–CH2–CH2–CH3 κλπ.) …   Dictionary of Greek

  • βούτυρο — Λιπαρό προϊόν διατροφής, με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα, που παρασκευάζεται από την κρέμα του γάλακτος των ζώων. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής του, διακρίνεται σε νωπό ή φρέσκο β. και σε λιωμένο β. μαγειρικής. Το νωπό β. αποτελείται από λιπαρές… …   Dictionary of Greek

  • απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

  • λιπαρής — λιπαρής, ές (Α) [λιπαρώ] 1. αυτός που εμμένει, επίμονος, ακούραστος, ακαταπόνητος («εὑρήσεις γάρ με λιπαρῆ ὄντα περὶ τὰ λεγόμενα», Πλάτ.) 2. (για πράγματα ή καταστάσεις) συνεχής, διαρκής, αδιάλειπτος (α. «οὐδέν ἐλλείψουσι αὗται λιπαροῡς… …   Dictionary of Greek

  • Λιπαραίος — Λιπαραῑος, αία, ον (Α) [Λιπάρα] 1. αυτός που ανήκει στη Λιπάρα, τη μεγαλύτερη από τις Λιπάρες Νήσους 2. (το αρσ. και θηλ.) ο κάτοικος τής Λιπάρας («ἡ Λιπαραίων πόλις», Αριστοτ.) 3. φρ. «λίθος Λιπαραῑος» είδος λίθου που έμοιαζε με ηφαιστειώδη ύαλο …   Dictionary of Greek

  • έμπλαστρο — Φαρμακοτεχνικό σκεύασμα το οποίο περιέχει σάπωνα μολύβδου ή λιπαρές ουσίες από κερί και ρητίνες και επιστρώνεται σε μία πλευρά υφασμάτινης ή χάρτινης ταινίας. Τα έ. προορίζονται για εξωτερική χρήση και, ανάλογα με τα συστατικά τους, χωρίζονται σε …   Dictionary of Greek

  • αιθέριος — Αυτός που ανήκει ή μοιάζει στον αιθέρα, λεπτός, διαφανής, αέριος, άυλος, αγγελικός (π.χ. α. πλάσμα). Αυτός που βρίσκεται ψηλά, στον αέρα (π.χ. α. ύψη). α. έλαια. Σύνθετες οργανικές ενώσεις που σχηματίζονται σε διάφορα φυτικά μέρη (άνθη, φύλλα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”